- ἀγάστονος
- ἀγάστονος, ον,A much groaning, of the sea, Od.12.97, h.Ap.94: loud-wailing, lamentable, A.Th.99, cf. AP14.123; πόνος Naum. ap. Stob.4.22.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγάστονος — ἀγάστονος, ον (Α) 1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα * + στόνος < στένω] … Dictionary of Greek
ἀγάστονος — much groaning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονον — ἀγάστονος much groaning masc/fem acc sg ἀγάστονος much groaning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονε — ἀγάστονος much groaning masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονοι — ἀγάστονος much groaning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] … Dictionary of Greek
ἀγαστόνωι — ἀγαστόνῳ , ἀγάστονος much groaning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)